ἡρώισσα

ἡρώισσα
ἡρῴ̱σσᾱ , ἡρῷσσα
fem nom/voc/acc dual
ἡρωίζω
write heroic verse
aor ind act 1st sg (epic)
ἡρωίζω
write heroic verse
aor ind act 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηρώισσα — η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα) ηρωίδα νεοελλ. το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και τής ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] …   Dictionary of Greek

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… …   Dictionary of Greek

  • ήρως — ἥρως, ὁ, θηλ. ἡρωΐς και ἡρώισσα και ἡρῷσσα και ἡρωΐνη (AM) βλ. ήρωας …   Dictionary of Greek

  • ηρώσσα — ἡρῷσσα (Α) βλ. ηρώισσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”